έλυτρο

έλυτρο
το (AM ἔλυτρον)
περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα
νεοελλ.
1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους)
2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας
3. καραβόπανο με το οποίο καλύπτονται διάφορα τμήματα ή εξαρτήματα τού πλοίου για να προφυλαχθούν από τον καπνό
μσν.
αλληγορική διήγηση, αλληγορία
αρχ.
1. θήκη τόξου ή δόρατος
2. περικάλυμμα ασπίδας
3. περίβλημα τού νωτιαίου μυελού
4. το όστρακο τών οστρακοδέρμων
5. το κέλυφος καρπών, αβγών κ.λπ.
6. το σώμα ως περίβλημα τής ψυχής
7. οτιδήποτε χρησιμεύει για απόκρυψη ή προφύλαξη
8. δεξαμενή νερού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νευρείλημα — το (ιστολ.) έλυτρο που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, συνήθως πολλές μαζί, και εξασφαλίζει τη θρέψη τους, αλλ. έλυτρο τού Σβαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurilema < νευρ(ο) * + είλημα «κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.… …   Dictionary of Greek

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο …   Dictionary of Greek

  • Σβαν — ο, Ν φρ. α) «έλυτρο τού Σβαν» ανατ. το σύνολο τών νευρογλοιακών κυττάρων τα οποία περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες, ιδίως τον νευράξονα, και περιελίσσονται συχνά γύρω τους πολλές φορές, αλλ. νευρείλημα β) «κύτταρα τού Σβαν» ανατ. τα… …   Dictionary of Greek

  • ανέλυτρα — τα (Α ἀνέλυτρα) Ζωολ. ονομασία εντόμων που δεν έχουν έλυτρο (κάλυμμα) στα φτερά τους, όπως π.χ. οι μέλισσες, σε αντίθεση με τα κολεόπτερα …   Dictionary of Greek

  • ελυτραίος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλυτρο …   Dictionary of Greek

  • ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) …   Dictionary of Greek

  • ελυτρώδης — ες (Μ ἐλυτρώδης, ες) αυτός που μοιάζει με έλυτρο …   Dictionary of Greek

  • επινεύριο — το το έλυτρο τών νεύρων που αποτελείται από συνδετικό ιστό και ελαστικές ίνες …   Dictionary of Greek

  • ημιέλυτρο — το ζωολ. το πάνω φτερό τών ετερόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemielytron < hemi (πρβλ. ημι ) + elytron (πρβλ. έλυτρο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”