- έλυτρο
- το (AM ἔλυτρον)περίβλημα, θήκη, περικάλυμμανεοελλ.1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους)2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας3. καραβόπανο με το οποίο καλύπτονται διάφορα τμήματα ή εξαρτήματα τού πλοίου για να προφυλαχθούν από τον καπνόμσν.αλληγορική διήγηση, αλληγορίααρχ.1. θήκη τόξου ή δόρατος2. περικάλυμμα ασπίδας3. περίβλημα τού νωτιαίου μυελού4. το όστρακο τών οστρακοδέρμων5. το κέλυφος καρπών, αβγών κ.λπ.6. το σώμα ως περίβλημα τής ψυχής7. οτιδήποτε χρησιμεύει για απόκρυψη ή προφύλαξη8. δεξαμενή νερού.
Dictionary of Greek. 2013.